- σφυγμομετρώ
- σφυγμομέτρησα, σφυγμομετρήθηκα1. μετρώ το σφυγμό κάποιου.2. κάνω έρευνα προς εξακρίβωση των διαθέσεων ή απόψεων κάποιου, κάνω δοκιμαστική κρούση σε κάποιον: Παράγοντες του κόμματος σφυγμομετρούν την κοινή γνώμη και ενημερώνουν συνεχώς τον αρχηγό τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.